ταλαιπωροποιός

ταλαιπωροποιός
-όν, Μ
αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον («ἡ ἁμαρτία ταλαιπωροποιός ἐστι», Δωρόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαίπωρος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”